παλμογράφος

παλμογράφος
Ηλεκτρονικό όργανο για την παρατήρηση και τη φωτογραφική αποτύπωση μεγεθών που αλλάζουν γρήγορα, κυρίως τάσεων ή εντάσεων. Π. ονομάζεται και όργανο που καταγράφει τους παλμούς της καρδιάς καθώς και ναυτιλιακό όργανο για την καταμέτρηση του εύρους των ταλαντώσεων των υψηλών πύργων των φάρων όταν πνέουν δυνατοί άνεμοι.
* * *
ο
τεχνολ. συσκευή που επιτρέπει την οπτική απεικόνιση και γραφική αναπαράσταση τών μεταβολών ενός μεταβλητού, συναρτήσει τού χρόνου, μεγέθους (α. «ηλεκτρομαγνητικός παλμογράφος» β. «ηλεκτρονικός παλμογράφος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλμός + -γράφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παλμογράφος — ο όργανο που καταγράφει παλμούς, κυμάνσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά …   Dictionary of Greek

  • ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντογράφος — Όργανο για τη γραφική ή φωτογραφική αποτύπωση των ταλαντώσεων ηλεκτρικών, μηχανικών ή άλλου τύπου μεγεθών. Ιδιαίτερα απλοί είναι οι μηχανικοί τ., με τους οποίους καταγράφονται οι μηχανικές ταλαντώσεις κατά τον ακόλουθο τρόπο: επί του παλλόμενου… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… …   Dictionary of Greek

  • ταλαντόμετρο — το, Ν ο παλμογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντώνω + μέτρο] …   Dictionary of Greek

  • δοκιμασίες — Συστηματικές μέθοδοι ελέγχου, με τις οποίες εξετάζονται οι φυσικές και χημικές ιδιότητες των υλικών που προορίζονται για κατασκευές ή η απόδοση και η καταλληλότητα μηχανών, τμημάτων τους, εγκαταστάσεων κλπ. (στην τελευταία περίπτωση αποκαλούνται… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • καθοδικές ακτίνες — Σωματιδιακή ακτινοβολία αποτελούμενη από ηλεκτρόνια, τα οποία εκπέμπονται από την επιφάνεια της καθόδου ενός σωλήνα εκκένωσης, που ονομάζεται σωλήνας Κρουκς με υψηλό κενό (η πίεση του αερίου πρέπει να είναι κατώτερη από 10 3 χιλιοστά υδραργύρου) …   Dictionary of Greek

  • παλμογράφημα — το, ατος γραφική παράσταση των παλμών που εξετάζει ο παλμογράφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”